ἐμβολεῖς

ἐμβολεῖς
ἐμβολεύς
anything put in
masc acc pl
ἐμβολεύς
anything put in
masc nom/voc pl (parad-form)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εμβολέας — ο (Α ἐμβολεύς) νεοελλ. 1. ξύλινο όργανο με το οποίο ωθείται το βλήμα στο κοίλο τού πυροβόλου κατά το γέμισμα 2. στον πληθ. οι εμβολείς οι άντρες που συγκροτούν το άγημα εμβολής αρχ. 1. οτιδήποτε μπήγεται σε κάτι, πάσσαλος, έμβολο 2. φυτευτήρι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”